- ἐστοχασμένως
- ἐστοχασμένωςhitting the markindeclform (adverb)στοχάζομαιaimperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εστοχασμένως — ἐστοχασμένως (ΑΜ) επίρρ. 1. με σκέψη, με στοχασμό, ορθά 2. σύμφωνα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εστοχασμένος τού ρ. στοχάζομαι] … Dictionary of Greek